- πλαγκτό
- Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει επίσης ζώα μεγάλου μεγέθους, όπως πολλά ψάρια και κητοειδή· σε πιο περιορισμένη όμως έννοια –σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Γερμανός φυσιολόγος και βιολόγος Βίκτορ Χένσεν (1835-1924)– στο π. ανήκουν μόνο οι οργανισμοί που μεταφέρονται παθητικά από κύματα και ρεύματα, ενώ εκείνοι που είναι ικανοί να κινούνται μόνοι τους αποτελούν το νηκτόν. Με την περιοριστική αυτή διάκριση συνηθίζεται να διακρίνουμε το μόνιμο π. από το διαλείπον π.: το πρώτο περιλαμβάνει περιπλανώμενες για όλη τους τη ζωή μορφές, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει είδη περιπλανώμενα παθητικά μόνο κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, που είναι συνήθως η νεανική (π.χ. οι προνύμφες των καρκινοειδών, των εχινοδέρμων και των ψαριών). Υπάρχουν π. θαλασσινού νερού και γλυκού νερού: το πρώτο είναι πολύ πιο πλούσιο σε είδη από το δεύτερο. Το θαλάσσιο π. διακρίνεται σε νεριτικό ή παράκτιο, πελαγικό και των βυθών.
Οι πλαγκτονικοί οργανισμοί μπορούν να έχουν μικροσκοπικές διαστάσεις (μικροπλαγκτόν), μέσες (μεσοπλαγκτόν), ή σχετικά σημαντικές (μακροπλαγκτόν). Το π. αποτελείται είτε από φυτά (φυτοπλαγκτόν) είτε από ζώα (ζωοπλαγκτόν). Το πρώτο, που ζει στα διαυγή νερά και σε βάθη όχι μεγαλύτερα των 150-200 μ., αποτελείται από φύκια, μερικές φορές μεγάλα και επιπλέοντα (π.χ. τα σάργασσα) και άλλα, πιο πολυάριθμα, μικροσκοπικά, συχνά μονοκύτταρα. Πολύ σημαντικά είναι τα διάτομα και τα δινομαστιγωτά, που αποτελούν το 90% περίπου του φυτοπλαγκτού και που μαζί με πολλά φύκια και μη μονοκύτταρα, είναι χρησιμότατα για τους ζωικούς οργανισμούς, γιατί με τη φωτοσύνθεση, οξυγονώνουν το νερό και αποτελούν σημαντικό τμήμα της τροφής του ζωοπλαγκτού, που με τη σειρά του τρέφει ζώα μεγαλύτερων διαστάσεων. Τα διάτομα έχουν πυριτική επένδυση και γι’ αυτό είναι βαρύτερα από το νερό, αλλά διαθέτουν νηματοειδείς προεκτάσεις και περιέχουν, στο κυτόπλασμα, σταγονίδια λίπους· με αυτά τα μέσα μπορούν να σταθούν στην επιφάνεια και να επωφελούνται έτσι από το ηλιακό φως. Το ζωοπλαγκτό αποτελείται κατά 70% περίπου από κωπήποδα, μικροσκοπικά καρκινοειδή που ζουν σε αξιόλογα βάθη. Πολυάριθμοι είναι επίσης οι ευφαυσίδες, καρκινοειδή μήκους 1-2 εκ., που αποτελούν κατά μεγάλο μέρος την τροφή των φαλαινών και των φαλαινοπτέρων.
Όχι μόνο το ζωντανό π., αλλά και το νεκρό έχει μεγάλη σπουδαιότητα για τη διατροφή, γιατί κατεβαίνοντας στο βυθό χρησιμεύει ως τροφή των ζώων που ζουν σε μεγάλα βάθη. Πολλοί πλαγκτονικοί οργανισμοί, εκτός από οριζόντιες μετακινήσεις που οφείλονται στα ρεύματα, κάνουν κάθετες καθημερινές ή εποχικές μετακινήσεις και βρίσκονται σε σχέση με τις διάφορες συνθήκες του περιβάλλοντος, όπως το φως, η θερμοκρασία και η ποσότητα της διαθέσιμης διατροφής. Οι μετακινήσεις αυτές των π. είναι σπουδαιότατες, γιατί από αυτές εξαρτώνται οι μετακινήσεις των ψαριών και των κτητωδών που τρέφονται απ’ αυτά.
Για λόγους μελέτης, το π. συλλέγεται με δίχτυα, λίγο ή πολύ πυκνά. Υπάρχουν επίσης συστήματα που επιτρέπουν τη σύλληψη του πλαγκτονικού υλικού χωριστά στα διάφορα στρώματα του νερού, ώστε να καθορίζεται η φύση και η κατασκευή του π. στα διάφορα βάθη. Το μικροσκοπικότερο π., το νανοπλαγκτόν, το οποίο επειδή έχει πολύ μικρές διαστάσεις (μικρότερο του 1/100 του χιλιοστού) δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε και από τα πυκνότερα δίχτυα, συλλέγεται με τη δημιουργία ιζημάτων ή με φυγοκέντρηση δειγμάτων νερού.
Το πλαγκτό, με στενή έννοια, περιλαμβάνει όλους τους οργανισμούς, που μεταφέρονται παθητικά από τα κύματα και τα ρεύματα. Αποικία του μικροσκοπικού πράσινου φυκιού βόλβοξ, χαρακτηριστική του πλαγκτού του γλυκού νερού.
Πλαγκτονικοί οργανισμοί του θαλάσσιου νερού.
Dictionary of Greek. 2013.